ενικός

ενικός
-ή, -ό (AM ενικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια τού ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα
2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη τού «αριθμός», ως ουσ. ενικός
η τυπική μορφή τών κλιτών λέξεων (άρθρου, ουσιαστικού, επιθέτου, αντωνυμίας, ρήματος και μετοχής) που σχηματίζεται με την κατάληξη και δηλώνει ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο ή πράγμα (ή και για πολλά, που νοούνται όμως περιληπτικά ως ένα)
επίσης με την πρόταξη άρθρου σε άκλιτες λέξεις (π.χ. το έχειν, το υπάρχειν, το σαφώς, το ενίοτε) δηλώνεται ότι η άκλιτη λέξη, που εκφέρεται έτσι ως ουσ., νοείται ως ένα
νεοελλ.
1. φρ. «τού μιλά στον ενικό» — ως δείγμα μεγάλης οικειότητας ή ανεπίτρεπτης αγένειας
2. (φιλοσ.) «ενικές ή ενιστικές θεωρίες» — οι αναφερόμενες στην κοσμοθεωρία τού ενισμού*, που δέχεται μία μόνο αρχή τών όντων, ότι δηλ. τα πάντα στον κόσμο είναι μόνο ένα
αρχ.
ως φιλοσοφικός όρος τών Νεοπλατωνικών (και με παραθετικά -ώτερος, -ώτατος) σημαίνει αυτόν που δηλώνει ενότητα, τον ίδιο τον ατομικό.
επίρρ...
ενικώς
1. στον ενικό αριθμό
2. με τρόπο που δηλώνει ενότητα, ατομικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑνικός — single masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια του ενός, της μονάδας, που σημαίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. 2. (γραμμ.), το αρσ. ως ουσ., ενικός (ή ενικός αριθμός), τύπος καταλήξεων στην κλίση ονομάτων και ρημάτων, με τον οποίο δηλώνεται ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑνικά — ἑνικός single neut nom/voc/acc pl ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc/acc dual ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικώτερον — ἑνικός single adverbial comp ἑνικός single masc acc comp sg ἑνικός single neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικωτάτων — ἑνικός single fem gen superl pl ἑνικός single masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικωτέρων — ἑνικός single fem gen comp pl ἑνικός single masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικῶν — ἑνικός single fem gen pl ἑνικός single masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικόν — ἑνικός single masc acc sg ἑνικός single neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικώτατα — ἑνικός single adverbial superl ἑνικός single neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑνικώτατον — ἑνικός single masc acc superl sg ἑνικός single neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”